- μετρουμένης
- μετρέωmeasurepres part mp fem gen sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… … Dictionary of Greek
τελλουρόμετρο — το, Ν (ραδιοηλ.) ραδιοηλεκτρική συσκευή για τη μέτρηση αποστάσεων μεταξύ δύο ορατών σημείων, η οποία συνίσταται σε δύο σταθμούς πομπούς δέκτες που είναι τοποθετημένοι στα άκρα τής μετρούμενης απόστασης … Dictionary of Greek
Άστον, Φράνσις Γουίλιαμ — (Francis William Aston, Μπέρμιγχαμ 1877 – Κέιμπριτζ 1945). Άγγλος φυσικός και χημικός. Σπούδασε στο Μπέρμιγχαμ και στο Κέιμπριτζ, όπου έγινε καθηγητής της φυσικής το 1920. Βοηθός του Τζόζεφ Τζον Τόμσον στο εργαστήριο Κάβεντις, συνεργάστηκε με τον … Dictionary of Greek
Ντόπλερ, φαινόμενο — Στη φυσική, είναι η μεταβολή της μετρούμενης συχνότητας μιας κυματικής διαταραχής, όταν η πηγή του κύματος και ο παρατηρητής κινούνται το ένα ως προς το άλλο. Προφανώς η συχνότητα του κύματος που αντιλαμβάνεται ο παρατηρητής δεν είναι ίδια με… … Dictionary of Greek